- ευπαλής
- (I)εὐπαλής, -ές (Α)1. (για αγώνες) αυτός που κερδίζεται εύκολα, που επιτελείται εύκολα («ἄεθλοι εὐπαλέες», Απολλ. Ρόδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαλέςῥᾴδιον».επίρρ...εὐπαλῶς, εὐπαλέως (Α)εύκολα, με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσ-παλής, ισο-παλής].————————(II)εὐπαλής, -ές (Α)αυτός που πάλλεται εύκολα, ο ευκολόσειστος («εὐπαλής θύρσος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παλής (< πάλλω), πρβλ. εκ-παλής, κληρο-παλής].
Dictionary of Greek. 2013.